- λοβιτούρα
- η1. απάτη ή παρασκηνιακή ενέργεια που αποβλέπει στην ανάληψη κρατικής ή άλλης προμήθειας ή σε επικερδή επίλυση προσωπικής υπόθεσης ή σε παράνομο κέρδος2. το κέρδος που πετυχαίνεται με τέτοιο τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ρουμ. lovitură «χτύπημα»].
Dictionary of Greek. 2013.