λοβιτούρα

λοβιτούρα
η
1. απάτη ή παρασκηνιακή ενέργεια που αποβλέπει στην ανάληψη κρατικής ή άλλης προμήθειας ή σε επικερδή επίλυση προσωπικής υπόθεσης ή σε παράνομο κέρδος
2. το κέρδος που πετυχαίνεται με τέτοιο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρουμ. lovitură «χτύπημα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λοβιτούρα — η (λ. ρουμ.), παρασκηνιακή ενέργεια για παράνομη προμήθεια, κερδοσκοπικό κόλπο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λοβιτουρατζής — ο αυτός που κάνει λοβιτούρες και πλουτίζει από αυτές ή τίς επιδιώκει. [ΕΤΥΜΟΛ. < λοβιτούρα + κατάλ. τζής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”